Γαλλικά » Γερμανικά

faillir [fajiʀ] ΡΉΜΑ αμετάβ

3. faillir seulement infin απαρχ (pécher):

Παραδειγματικές φράσεις με faillites

loi relative aux faillites
série de faillites

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina