Γαλλικά » Γερμανικά

II . muer [mɥe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα λογοτεχνικό

excuse [ɛkskyz] ΟΥΣ θηλ

II . excuser [ɛkskyze] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina