Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: engourdir , rédiger και corriger

II . corriger [kɔʀiʒe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

2. corriger (se désaccoutumer):

II . engourdir [ɑ͂guʀdiʀ] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα s'engourdir

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina