Γαλλικά » Γερμανικά

séparé(e) [sepaʀe] ΕΠΊΘ

I . séparer [sepaʀe] ΡΉΜΑ μεταβ

II . séparer [sepaʀe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

3. séparer (se détacher):

4. séparer (se disperser):

Παραδειγματικές φράσεις με séparée

imposition séparée

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "séparée" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina