Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: kéfir , refiler , méfier και défier

kéfir

kéfir → képhir

Βλέπε και: kéfir

kéfirNO [kefiʀ], képhirOT ΟΥΣ αρσ

Kefir αρσ

I . défier [defje] ΡΉΜΑ μεταβ

2. défier (parier):

II . défier [defje] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα λογοτεχνικό

méfier [mefje] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

1. méfier (être soupçonneux):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina