Αγγλικά » Γερμανικά

I . kill [kɪl] ΟΥΣ no pl

2. kill ΚΥΝΉΓΙ (prey):

[Jagd]beute θηλ
Strecke θηλ ειδικ ορολ

II . kill [kɪl] ΡΉΜΑ αμετάβ

2. kill μτφ οικ (hurt):

unheimlich schmerzen [o. weh tun] οικ

ιδιωτισμοί:

III . kill [kɪl] ΡΉΜΑ μεταβ

6. kill οικ (amuse):

to kill sb that story kills me
sich αιτ totlachen οικ

8. kill οικ (tire):

kill off ΡΉΜΑ μεταβ

2. kill off esp αμερικ οικ (finish):

to kill off a bottle
to kill off a pack

3. kill off writer:

ˈroad kill ΟΥΣ no pl esp αμερικ ΑΥΤΟΚ

1. road kill (animal):

2. road kill (action):

fill-or-kill order ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ

Ειδικό λεξιλόγιο

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

... if it kills sb οικ I'm going to finish it if it kills me!

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "kills" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文