στο λεξικό PONS
I. en suite [ˌɑ͂:(n)ˈswi:t, αμερικ ˌɑ:nˈ-] ΕΠΊΡΡ
en suite ˈbath·room ΟΥΣ
suite [swi:t] ΟΥΣ
1. suite (rooms):
2. suite (furniture):
bed·room ˈsuite ΟΥΣ
ˈbrid·al suite ΟΥΣ
liv·ing room ˈsuite ΟΥΣ αμερικ
exit site ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
law suit ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
lawsuit ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Prozess αρσ
pursuit of profit ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Gewinnstreben ουδ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
fruit plantation, orchard [ˈɔːtʃəd] ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
dry fruit ΟΥΣ
fleshy fruit ΟΥΣ
dehiscent fruit
indehiscent fruit [ɪnˌdəhɪsəntˈfruːt] ΟΥΣ
fruit wall, pericarp [ˈperɪkɑːp] ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
suite of programs
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.