στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. tragico <πλ tragici, tragiche> [ˈtradʒiko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
1. tragico ΘΈΑΤ:
II. tragico <πλ tragici, tragiche> [ˈtradʒiko, tʃi, ke] ΟΥΣ αρσ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.