στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. smorzato [zmorˈtsato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
smorzato → smorzare
II. smorzato [zmorˈtsato] ΕΠΊΘ
I. smorzare [zmorˈtsare] ΡΉΜΑ μεταβ
1. smorzare (attenuare):
3. smorzare μτφ:
II. smorzarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
2. smorzarsi (attenuarsi):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.