στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
scarico1 <πλ scarichi, scariche> [ˈskariko, ki, ke] ΕΠΊΘ
2. scarico ΗΛΕΚ (privo di carica):
I. scarico2 <πλ scarichi> [ˈskariko, ki] ΟΥΣ αρσ
1. scarico (di autoveicolo, treno, nave):
2. scarico (lo scaricare):
3. scarico (il defluire):
4. scarico ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡ:
5. scarico ΕΜΠΌΡ:
II. scarichi ΟΥΣ αρσ πλ (rifiuti)
- scarichi
- waste uncountable
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.