στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
  
 I. liscio <πλ lisci, lisce> [ˈliʃʃo, ʃi, ʃe] ΕΠΊΘ
1. liscio:
3. liscio:
II. liscio <πλ lisci, lisce> [ˈliʃʃo, ʃi, ʃe] ΟΥΣ αρσ
στο λεξικό PONS
 
  
 liscio (-a) <-sci, -sce> ΕΠΊΘ
3. liscio μτφ (bene):
 
  
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
