στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. leso [ˈlezo] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
leso → ledere
II. leso [ˈlezo] ΕΠΊΘ
ledere [ˈlɛdere] ΡΉΜΑ μεταβ
1. ledere (danneggiare):
στο λεξικό PONS
I. greco (-a) <-ci, -che> ΕΠΊΘ (della Grecia: civiltà, tragedia)
I. cieco (-a) <-chi, -che> [ˈtʃɛ:·ko] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.