στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
sullen [βρετ ˈsʌlən, αμερικ ˈsələn] ΕΠΊΘ
- sullen person
-
- sullen expression
-
- sullen resentment
-
- sullen day, sky
-
- sullen indifference
-
- sullen mood, silence
-
στο λεξικό PONS
sullen [ˈsʌ·lən] ΕΠΊΘ
1. sullen μειωτ person:
- sullen
- imbronciato, -a
- cupo (-a)
- sullen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.