I. corrucciato [korrutˈtʃato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
corrucciato → corrucciare
II. corrucciato [korrutˈtʃato] ΕΠΊΘ
I. corrucciare [korrutˈtʃare] ΡΉΜΑ μεταβ
II. corrucciarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.