στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. incapace [inkaˈpatʃe] ΕΠΊΘ
1. incapace (che non può):
2. incapace (incompetente):
στο λεξικό PONS
I. incapace [iŋ·ka·ˈpa:·tʃe] ΕΠΊΘ
II. incapace [iŋ·ka·ˈpa:·tʃe] ΟΥΣ αρσ θηλ (nella professione)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.