Oxford Spanish Dictionary
violento1 (violenta) ΕΠΊΘ
1.1. violento:
στο λεξικό PONS
violento (-a) ΕΠΊΘ
1. violento:
2. violento:
5. violento:
violento (-a) [bjo·ˈlen·to, -a] ΕΠΊΘ
1. violento:
2. violento:
5. violento:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.