- rechte(r, s)
- δεξιός
- rechter Hand
- στα δεξιά
- auf der rechten Seite
- στη δεξιά πλευρά
- rechte(r, s)
- ορθός
- ein rechter Winkel
- μια ορθή γωνία
- recht
- σωστός
- etw geht nicht mit rechten Dingen zu
- κάτι δεν πάει καλά
- recht
- κατάλληλος
- zur rechten Zeit
- την κατάλληλη στιγμή
- ist es Ihnen recht?
- έχετε αντίρρηση;
- recht
- σωστά, καλά
- wenn ich mich recht entsinne
- αν θυμάμαι καλά
- wenn ich es mir recht überlege
- αν το σκεφτώ καλά
- das geschieht ihm recht
- καλά να πάθει
- ich weiß nicht recht
- δεν ξέρω
- mehr schlecht als recht
- κακήν κακώς
- man kann ihm nichts recht machen
- δεν μπορεί κανείς να τον ευχαριστήσει με τίποτα
- recht
- αρκετά
- du kommst recht spät
- ήρθες αρκετά αργά
- recht herzlichen Dank
- ευχαριστώ πάρα πολύ
- Recht
- δικαιοσύνη θηλ
- Recht sprechen
- απονέμω δικαιοσύνη
- Recht
- δίκαιο ουδ
- nach geltendem Recht
- σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο
- im Recht sein
- το δίκαιο είναι με το μερος μον
- das Gericht hat für Recht erkannt, dass …
- το δικαστήριο έκρινε ότι …
- das Recht war auf ihrer Seite
- είχε το δίκαιο με το μέρος της
- Recht des Erfüllungsortes
- δίκαιο του τόπου εκπλήρωσης
- Recht des Erfüllungsortes
- lex loci solutionis
- Recht des Gerichtsortes
- δίκαιο του δικάζοντος δικαστή
- Recht des Gerichtsortes
- lex fori
- Recht des Ortes der unerlaubten Handlung
- δίκαιο του τόπου της αδικοπραξίας
- Recht der belegenen Sache
- δίκαιο της τοποθεσίας του πράγματος
- das Recht des Stärkeren
- νόμος του ισχυροτέρου
- Recht des Vertragsortes
- δίκαιο του τόπου της σύμβασης
- abgeleitetes Recht
- παράγωγο δίκαιο
- ausländisches Recht
- αλλοδαπό δίκαιο
- bürgerliches/kirchliches/kanonisches/öffentliches Recht
- αστικό/εκκλησιαστικό/κανονικό/δημόσιο δίκαιο
- dispositives Recht
- ενδοτικό δίκαιο
- formelles/materielles Recht
- τυπικό/ουσιαστικό δίκαιο
- geltendes Recht
- ισχύον δίκαιο
- objektives Recht
- αντικειμενικό δίκαιο
- positives Recht
- θετικό δίκαιο
- zwingendes Recht
- αναγκαστικό δίκαιο
- das Recht beugen
- παραβιάζω το δίκαιο
- gegen Recht und Gesetz verstoßen
- παραβιάζω το νόμο
- nach deutschem Recht
- σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο
- mit [o. zu] Recht
- δικαίως
- mit [o. zu] Recht
- δίκαια
- von Rechts wegen
- αυτοδικαίως
- von Rechts wegen
- αυτοδίκαια
- von Rechts wegen
- ipso jure
- Doktor der Rechte
- διδάκτορας νομικής
- Doktor beider Rechte
- διδάκτορας αμφοτέρων των δικαίων
- Recht
- δικαίωμα ουδ
- ein Recht auf etw αιτ haben
- έχω δικαίωμα για κάτι
- mit welchem Recht behaupten Sie das?
- με ποιο δικαίωμα το ισχυρίζεστε αυτό;
- das ist unserer gutes Recht!
- αυτό το δικαιούμαστε!
- was gibt Ihnen das Recht, …?
- τι σας δίνει το δικαίωμα …?
- woher nimmst du das Recht, das zu sagen?
- ποιος σου δίνει το δικαίωμα να το λες αυτό?
- zu etw δοτ kein Recht haben
- δεν έχω δικαίωμα να κάνω κάτι
- es ist mein gutes Recht, zu erfahren …
- είναι δικαίωμά μου να μάθω …
- gleiches Recht für alle!
- ίσα δικαιώματα για όλους!
- akzessorisches Recht
- παρακολουθηματικό παρεπόμενο δικαίωμα
- alleiniges/veräußerliches Recht
- αποκλειστικό/απαλλοτριωτό δικαίωμα
- Recht auf Ablehnung eines Richters
- δικαίωμα εξαίρεσης δικαστή
- das Recht auf Verweigerung der Aussage
- το δικαίωμα άρνησης μαρτυρίας
- das Recht auf Arbeit
- δικαίωμα εργασίας
- Recht auf Entnahme ΧΡΗΜΑΤΟΠ
- δικαίωμα απόληψης
- Recht auf [rechtliches] Gehör
- δικαίωμα [έννομης] ακρόασης
- Recht auf ungestörte Nutzung
- δικαίωμα της απρόσκοπτης απολαύσεως της ιδιοκτησίας
- Rechte und Pflichten
- δικαιώματα και υποχρεώσεις
- Recht auf Prüfung der Bücher ΧΡΗΜΑΤΟΠ
- δικαίωμα ελέγχου των βιβλίων
- dingliches Recht
- εμπράγματο δικαίωμα
- grundstücksgleiches Recht
- εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου
- subjektives Recht
- υποκειμενικό δικαίωμα
- wohl erworbenes Recht
- κεκτημένο δικαίωμα
- ein Recht ausüben/verlieren
- ασκώ/χάνω δικαίωμα
- ein Recht begründen/genießen
- θεμελιώνω/απολαμβάνω δικαίωμα
- jds Rechte beeinträchtigen
- προξενώ βλάβη στα δικαιώματα κάποιου
- jds Rechte verletzen
- παραβιάζω τα δικαιώματα κάποιου
- seine Rechte geltend machen
- ασκεί τα δικαιώματά του
- auf sein Recht pochen [o. bestehen]
- εμμένει στα δικαιώματά του
- auf ein Recht verzichten
- παραιτούμαι από δικαίωμα
- alle Rechte vorbehalten
- με την επιφύλαξη όλων των (νομίμων) δικαιωμάτων
- gleiche Rechte, gleiche Pflichten spr
- ίσα δικαιώματα, ίσες υποχρεώσεις
- er will immer Recht behalten
- θέλει πάντα να έχει δίκιο
- Recht bekommen
- βρίσκω το δίκιο μου
- sie hat Recht bekommen
- δικαιώθηκε
- jdm Recht geben
- δίνω δίκιο σε κάποιον
- Recht haben
- έχω δίκιο
- Equity-Recht
- δίκαιο ουδ της επιείκειας
- EU-Recht
- κοινοτικό δίκαιο ουδ
- GmbH-Recht
- δίκαιο ουδ περί εταιριών περιορισμένης ευθύνης
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.