I. χά|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ˈxanɔ] VERB μεταβ
1. χάνω (πράγμα, άτομο, ελπίδα, πόλεμο, παιχνίδι):
2. χάνω (τρένο, ταινία, ενδιαφέρον περιστατικό):
3. χάνω (ευκαιρία):
- χάνω
-
II. χά|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ˈxanɔ] VERB αμετάβ (σε παιχνίδι, δίκη, μάχη)
III. χάνομαι VERB αυτοπ ρήμα
1. χάνομαι (εξαφανίζομαι):
2. χάνομαι (εξαφανίζομαι για πάντα):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.