I. recht [rɛçt] ΕΠΊΘ
II. recht [rɛçt] ΕΠΊΡΡ
1. recht (richtig):
Recht <-(e)s, -e> [rɛçt] SUBST ουδ
1. Recht ΝΟΜ (Gerechtigkeit):
2. Recht SUBST ενικ ΝΟΜ (Gesetz, Rechtsordnung):
3. Recht ΝΟΜ (Befugnis, Berechtigung, Anspruch):
Equity-Recht <-(e)s> [ˈɛkwəti-] SUBST ουδ ενικ ΝΟΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.