I. wohl [voːl] ΕΠΊΡΡ (gesund, angenehm)
II. wohl [voːl] ΜΌΡ
1. wohl (wahrscheinlich, bestimmt):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.