I. knapp [knap] ΕΠΊΘ
1. knapp (gering):
3. knapp (kaum ausreichend):
4. knapp (nicht ganz):
II. knapp [knap] ΕΠΊΡΡ
1. knapp (mäßig):
2. knapp (nicht ganz):
3. knapp (haarscharf):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.