στο λεξικό PONS
II. ver·ti·kal [vɛrtiˈka:l] ΕΠΊΡΡ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
vertikaler Spread phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- vertikaler Spread (Spreadstrategie, bei der die Optionen dasselbe Verfallsdatum, jedoch unterschiedliche Basispreise aufweisen)
-
-
- vertikaler Spread αρσ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.