Schlich·ter(in) <-s, -> [ˈʃlɪçtɐ] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
I. schlicht [ʃlɪçt] ΕΠΊΘ
1. schlicht (einfach):
2. schlicht (wenig gebildet):
-
- Schlichter(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
-
- Schlichter(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
-
- Schlichter(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
- unassuming (simple, e.g. furnishing, clothes etc.)
-
-
- Schlichter(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.