I. miss·trau·isch, miß·trau·ischπαλαιότ [ˈmɪstrauɪʃ] ΕΠΊΘ
II. miss·trau·isch, miß·trau·ischπαλαιότ [ˈmɪstrauɪʃ] ΕΠΊΡΡ
-
- misstrauisch
-
- jdm/etw misstrauisch gegenüberstehen
-
- misstrauisch
- to be mistrustful of sb/sth
-
-
- misstrauisch
-
- misstrauisch
-
- misstrauisch
-
- misstrauisch
- suspiciously look, ask
- misstrauisch
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.