I. arg·wöh·nisch [ˈarkvø:nɪʃ] ΕΠΊΘ (misstrauisch)
- argwöhnisch
-
II. arg·wöh·nisch [ˈarkvø:nɪʃ] ΕΠΊΡΡ
- argwöhnisch
-
-
- argwöhnisch
-
- argwöhnisch
- suspiciously look, ask
- argwöhnisch
-
- argwöhnisch
- to eye sb/sth curiously/suspiciously/thoughtfully
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.