mäh·lich [ˈmɛ:lɪx] ΕΠΊΘ ποιητ
mählich → allmählich
I. all·mäh·lich [alˈmɛ:lɪç] ΕΠΊΘ προσδιορ
II. all·mäh·lich [alˈmɛ:lɪç] ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.