I. ge·le·gent·lich [gəˈle:gŋtlɪç] ΕΠΊΘ προσδιορ
II. ge·le·gent·lich [gəˈle:gŋtlɪç] ΕΠΊΡΡ
1. gelegentlich (manchmal):
 
 PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.