στο λεξικό PONS
gän·gig [ˈgɛŋɪç] ΕΠΊΘ
2. gängig (gut verkäuflich):
Ti·tel <-s, -> [ˈti:tl̩] ΟΥΣ αρσ
1. Titel (Überschrift):
7. Titel ΝΟΜ (vollstreckbarer Rechtsanspruch):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
gängiger Titel phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Titel ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Αναζήτηση στο λεξικό
- Ganda
- gang
- Gangart
- gangbar
- Gängelband
- gängiger Titel
- Ganglien
- Ganglinie
- Ganglion
- Gangmitglied
- Gangreserve