στο λεξικό PONS
gän·gig [ˈgɛŋɪç] ΕΠΊΘ
2. gängig (gut verkäuflich):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
gängiger Titel phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- gängiger Titel (Standardwert)
-
-
- gängiger Titel αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.