I. er·heb·lich [ɛɐ̯ˈhe:plɪç] ΕΠΊΘ
II. er·heb·lich [ɛɐ̯ˈhe:plɪç] ΕΠΊΡΡ
1. erheblich (beträchtlich):
2. erheblich (deutlich):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.