στο λεξικό PONS
Ein·bruch <-(e)s, -brü·che> [ˈainbrʊx, πλ ainbrʏçə] ΟΥΣ αρσ
1. Einbruch ΝΟΜ (das Einbrechen):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Einbruch ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Einbruch (plötzlicher Wertverlust eines Kurses)
-
- Einbruch (plötzlicher Wertverlust eines Kurses)
-
- Einbruch (plötzlicher Wertverlust eines Kurses)
-
-
- Einbruch αρσ
-
- Einbruch αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.