στο λεξικό PONS
Bank·rott <-[e]s, -e> [baŋkˈrɔt] ΟΥΣ αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
betrügerischer Bankrott phrase ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- betrügerischer Bankrott
-
-
- bankrott
-
- betrügerischer Bankrott αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.