I. an·ge·foch·ten ΡΉΜΑ
angefochten μετ παρακειμ: anfechten
II. an·ge·foch·ten ΕΠΊΘ αμετάβλ
- angefochten
-
an|fech·ten <fichst an, focht an, hat angefochten> ΡΉΜΑ μεταβ ανώμ
an|fech·ten <fichst an, focht an, hat angefochten> ΡΉΜΑ μεταβ ανώμ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.