-
- Wahlkampf αρσ <-(e)s, -kämpfe>
-
- Wahlkampf αρσ <-(e)s, -kämpfe>
- campaign (office, poster, slogan, speech)
- Wahlkampf-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.