στο λεξικό PONS
Ver·zwei·gung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Verzweigung:
2. Verzweigung (weite Ausbreitung):
3. Verzweigung CH (Kreuzung):
-
- crossroads ενικ o πλ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Verzweigung ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.