στο λεξικό PONS
Spe·ku·la·ti·on <-, -en> [ʃpekulaˈtsi̯o:n] ΟΥΣ θηλ
1. Spekulation τυπικ (Mutmaßung):
2. Spekulation ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ (das Spekulieren):
- Spekulation
-
-
- Spekulation θηλ <-, -en> oft pl
-
- Spekulation θηλ <-, -en>
-
- Spekulation θηλ <-, -en>
-
- Spekulation θηλ <-, -en>
-
- reine Spekulation
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
-
- Spekulation θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.