στο λεξικό PONS
In·kas·so·be·auf·trag·te(r) <-n, -n; -n, -n> ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ
Re·gie·rungs·ge·schäf·te ΟΥΣ πλ
Bank·ge·schäf·te ΟΥΣ πλ
Amts·ge·schäf·te ΟΥΣ πλ
In·kas·so·er·mäch·ti·gung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
In·kas·so·ab·wick·lung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
In·kas·so·wech·sel <-s, -> ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
In·kas·so·auf·trag ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
In·kas·so·pro·vi·si·on ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
In·kas·so·in·dos·sa·ment <-s, -e> ΟΥΣ ουδ ΝΟΜ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Inkassokosten ΟΥΣ πλ ΛΟΓΙΣΤ
Inkassodauer ΟΥΣ θηλ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Inkassowert ΟΥΣ αρσ ΛΟΓΙΣΤ
Inkassowesen ΟΥΣ ουδ ΤΜΉΜ
Inkassobank ΟΥΣ θηλ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
Inkassoabwicklung ΟΥΣ θηλ ΤΜΉΜ
Inkassopapier ΟΥΣ ουδ ΛΟΓΙΣΤ
Inkassostelle ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Inkassoklasse ΟΥΣ θηλ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Inkasso ΟΥΣ ουδ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Geschäftsverkehr ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ, ΔΗΜΟΣΚ, öffentlicher Verkehr
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.