στο λεξικό PONS
In·kas·so·be·auf·trag·te(r) <-n, -n; -n, -n> ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- Injurie
- Inka
- Inkalilie
- Inkarnation
- Inkasso
- Inkassobeauftragte Inkassobeauftragter
- Inkassoberechtigung
- Inkassobevollmächtigte Inkassobevollmächtigter
- Inkassobüro
- Inkassodauer
- Inkassoermächtigung