στο λεξικό PONS
Groß·kre·dit ΟΥΣ αρσ
Kre·dit·su·chen·de(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Kre·dit·si·cher·heit <-, -en> ΟΥΣ πλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Kre·dit·spiel·raum ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Kre·dit·schöp·fung <-, ohne pl> ΟΥΣ θηλ
Kre·dit·sprit·ze <-, -n> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Kre·dit·sper·re <-, -n> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Großkreuz ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Großkredit ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Kreditscoring ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Kreditsektor ΟΥΣ αρσ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Realkreditsicherheit ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Kreditsatz ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Realkreditsicherung ΟΥΣ θηλ ΑΣΦΆΛ
Kreditschöpfung ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Kreditsicherung ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Kreditstatement ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.