στο λεξικό PONS
Auf·lo·cke·rung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Auflockerung (abwechslungsreichere Gestaltung):
2. Auflockerung (zwanglosere Gestaltung):
3. Auflockerung (weniger strenge Gestaltung):
4. Auflockerung (Beseitigung von Verspannungen):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.