Ab·scheu <-[e]s> [ˈapʃɔy] ΟΥΣ αρσ kein πλ (Ekel)
- Abscheu
-
- Abscheu
-
- Abscheu
-
-
- Abscheu αρσ o θηλ <->
-
- Abscheu θηλ <->
-
- Abscheu αρσ <->
-
- jdn/etw mit Abscheu betrachten
-
- Abscheu αρσ <->
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.