I. tierce [tjɛʀs] ΟΥΣ θηλ
II. tierce [tjɛʀs] ΕΠΊΘ θηλ
tierce → tiers
tiers [tjɛʀ] ΟΥΣ αρσ
3. tiers ΝΟΜ, ΟΙΚΟΝ, ΦΟΡΟΛ:
tiercé [tjɛʀse] ΟΥΣ αρσ
1. tiercé ΑΘΛ:
tiers [tjɛʀ] ΟΥΣ αρσ
3. tiers ΝΟΜ, ΟΙΚΟΝ, ΦΟΡΟΛ:
I. tiers-mondiste <tiers-mondistes> [tjɛʀmɔ͂dist] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- Drittverwahrung ειδικ ορολ