portrait [pɔʀtʀɛ] ΟΥΣ αρσ
1. portrait ΤΈΧΝΗ, ΦΩΤΟΓΡ:
2. portrait (description):
3. portrait ΤΈΧΝΗ:
suffrage [syfʀaʒ] ΟΥΣ αρσ
II. suffrage [syfʀaʒ]
I. distrait(e) [distʀɛ, ɛt] ΡΉΜΑ
distrait part passé de distraire
II. distrait(e) [distʀɛ, ɛt] ΕΠΊΘ
I. distraire [distʀɛʀ] ΡΉΜΑ μεταβ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Socrate
- socratique
- soda
- sodé
- sodium
- soffrait
- Sofia
- SOFRES
- software
- soi
- soi-disant