I. fidèle [fidɛl] ΕΠΊΘ
1. fidèle:
- fidèle
-
4. fidèle (qui ne trahit pas qc):
5. fidèle (exact):
- fidèle historien, narrateur
-
- fidèle portrait, récit
-
- fidèle copie, reproduction
-
- fidèle traduction
-
- fidèle souvenir
-
- reproduction fidèle du son
-
6. fidèle (fiable):
- fidèle mémoire
-
- fidèle appareil, montre
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.