I. citoyen(ne) [sitwajɛ͂, jɛn] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
2. citoyen (titre):
3. citoyen ΙΣΤΟΡΊΑ:
- citoyen(ne)
-
II. citoyen(ne) [sitwajɛ͂, jɛn] ΕΠΊΘ
- citoyen(ne)
-
- citoyen(ne)
-
III. citoyen(ne) [sitwajɛ͂, jɛn] ΠΑΡΆΘ
- citoyen(ne) roi, soldat
-
citoyen ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- acte citoyen
- engagement citoyen
- Bürgerengagement ουδ
- citoyen respectueux des lois
- obligations de citoyen