essentiel [esɑ͂sjɛl] ΟΥΣ αρσ
1. essentiel (le plus important):
essentiel(le) [esɑ͂sjɛl] ΕΠΊΘ
1. essentiel (capital):
2. essentiel (indispensable):
3. essentiel ΦΙΛΟΣ:
- essentiel(le)
-
essentiel ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.