douce
douce → doux
I. doux (douce) [du, dus] ΕΠΊΘ
2. doux (au goût):
3. doux (à l'oreille):
7. doux (gentil, patient):
8. doux (modéré):
9. doux (agréable):
I. doux (douce) [du, dus] ΕΠΊΘ
2. doux (au goût):
3. doux (à l'oreille):
7. doux (gentil, patient):
8. doux (modéré):
9. doux (agréable):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- patate douce
- Süßkartoffel θηλ
- médecine douce
- Naturheilkunde θηλ
- en douce οικ
- klammheimlich οικ
- Süßwasserpolyp αρσ