I. doucement [dusmɑ͂] ΕΠΊΡΡ
1. doucement:
2. doucement (graduellement):
- doucement descendre, monter
-
3. doucement (médiocrement):
- doucement
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.