I. behutsam [bəˈhuːtzaːm] ΕΠΊΘ
- behutsam
-
II. behutsam [bəˈhuːtzaːm] ΕΠΊΡΡ
- behutsam
-
- behutsam beibringen
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.