I. sanft [zanft] ΕΠΊΘ
2. sanft (gedämpft, schwach):
5. sanft (schonend, mild):
- sanft Tourismus
-
II. sanft [zanft] ΕΠΊΡΡ
1. sanft (sacht, gedämpft):
- sanft
-
2. sanft (leicht):
- sanft abfallen, ansteigen
-
3. sanft (zurückhaltend):
- sanft ermahnen, hinweisen
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.